ΛΙΓΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ   ΠΕΡΑΙΑΣ

 

     Οι αναφορές που έχουμε για το χωριό είναι από το 1900, όπου βλέπουμε να υπάγετε στο βιλαέτι Μοναστηρίου –Σαντζάκι Σερβίων- Καζάς Καϊλαρίων μέχρι το 1914 με διάφορες ονομασίες, όπως Ντρατσένιτσα, Κότσαν, Κότσα, Κότσεν, Κότσανα.

     Το 1918 δημιουργείται η κοινότητα με το όνομα Κότσανα και υπάγεται στο Νομό Κοζάνης Υπ. Καϊλαρίων.

     Το 1937 μεταφέρεται διοικητικά στην επαρχία Εδέσσης του Νομού Πέλλας, όπου ανήκει και σήμερα.

 

ΑΠΟΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

 

Έτος: 1920    Κότσανα                  1404 κάτοικοι

Έτος: 1928    Περαία (Κότσανα)    586  κάτοικοι

Έτος: 1940    Πέραία                      713 κάτοικοι

Έτος: 1951    Περαία                      628 κάτοικοι

Έτος: 1961    Περαία                      582 κάτοικοι

Έτος: 1971    Περαία                      500 κάτοικοι

Έτος: 1981    Περαία                      461 κάτοικοι

Έτος: 2001    Περαία                      352 κάτοικοι

                                                                                                                              

 

     Μέσα από τα απορημένα μάτια των πρώτων προσφύγων, που ήρθαν στο χωριό, θ’ αντικρίσουμε έναν άγονο, γεμάτο βράχους τόπο. Τα σπίτια πέτρινα και παλιά, περιστοιχίζονται από ακανόνιστα κακοτράχαλα σοκάκια. Οι κάτοικοί του μέχρι το 1923 ήταν Τούρκοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι. 

     Τα σπίτια ήταν χτισμένα από πέτρα, άλλα διώροφα και μεγάλα άλλα πιο μικρά, χαμόσπιτα. Τα ισόγεια «κατώγεια» στα διώροφα τα χρησιμοποιούσαν για στάβλους, αποθήκες και αμπάρια. Οι απάνω όροφοι συνήθως ήταν με χαμηλοτάβανα μικρά δωμάτια, που τα έλεγαν ‘οντάδες’. Τα δε παράθυρα κι αυτά πολύ μικρά σαν πολεμίστρες φρουρίου. Ένα λιτό τζάκι, διαμορφωμένο στο χτίσιμο ενός τοίχου της πιο μεγάλης κάμαρας, χρησίμευε για θέρμανση. Επίσης στους τοίχους υπήρχαν μικρές τετράγωνες εσοχές, οι λεγόμενες θυρίδες. Αυτές χρησίμευαν σαν ντουλάπια για μικροπράγματα.

     Στα σπίτια αυτά συγκατοικούσαν δυο και τρεις οικογένειες, όλοι στενοί συγγενείς μεταξύ τους. Μια εσωτερική σκάλα που έσβηνε στην άκρη μιας μεγάλης σάλας, συνέδεε τους δύο ορόφους ενός τέτοιου σπιτιού. Τα ξύλα κατασκευής των σπιτιών ήταν κι αυτά φερμένα από τα γύρω δάση, κομμένα από πανύψηλα, αιωνόβια δέντρα και κατεργασμένα όλα στο χέρι.

     Μερικά σπίτια απ’ αυτά και συγκεκριμένα τρία τέσσερα,  ξεχώριζαν από τα υπόλοιπα  ως προς τον τρόπο κατασκευής τους. Όπως λένε οι παλιοί σ’ αυτά κατοικούσαν οικογένειες  Τούρκων που κατείχαν ανώτερη κοινωνική θέση στο χωριό. Ένας μπέης και κάνα δυο μεγαλοτσελιγκάδες. Τέτοια καλοδομημένα σπίτια με περίσσια τέχνη φαίνονταν ακόμα από την πρώτη ματιά  στην εξωτερική τους εμφάνιση.

     Ένα από αυτά παραχωρήθηκε στον Νικολαϊδη «Ζάικα» από την επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων κατά την ανταλλαγή. Στη συνέχεια συγκατοίκησαν εκεί  η οικογένεια  Λυγερίδη «Μολυβά» και η οικογένεια Μυλωνά.

     Ο ψηλός μαντρότοιχος περικύκλωνε  τη μεγάλη αυλή που στο βάθος της ήταν το σπίτι «σαράι». Παρά δίπλα ήταν οι στάβλοι, οι αποθήκες και οι βοηθητικοί χώροι. Έξω από την αυλή, στο πλάι, ορθώνονταν ο αψηλός κουλές, ο «μουσαφίρ οντάς».

     Σε διάφορα σημεία του χωριού είχαν χτισμένους ξενώνες –‘κουλέδες’, ‘μουσαφίρ οντά’. Ήταν ψηλά κτίσματα με μικρά δωμάτια, όπου φίλευαν και κοίμιζαν τους επισκέπτες που έρχονταν από ξένα μέρη. Κι αυτό γιατί οι Τούρκοι ποτέ δε φιλοξενούσαν το μουσαφίρη μέσα στο σπίτι, για δικούς τους ηθικούς λόγους. Τέτοιους κουλέδες βλέπουμε στου Ναλμπάντη Δημήτρη του Χατζηανδρέου, του Μάρινου και του Καλούλη.

     Στην πλευρά του κυρίως δρόμου, όπου έβλεπε και η πρόσοψη του σπιτιού, δέσποζε η μεγάλη πορτάρα, που με την επιβλητικότητά της, κρατούσε τον κάθε επισκέπτη σε απόσταση με προβληματισμό και σκέψη, για το αν έπρεπε να χτυπήσει το μεγάλο σιδερένιο χαλκά για να τον ανοίξουν.

    Η πορτάρα ήταν μια δίφυλλη ογκώδης πόρτα με διαστάσεις 4 μέτρα πλάτος και 2,5 μέτρα ύψος, κατασκευασμένη από πολύ χοντρά δοκάρια και φαρδιά σανίδια βελανιδιάς. Ήταν όλα πελεκημένα στο χέρι και καρφωμένα με μεγάλα χειροποίητα καρφιά – γυφτόκαρφα -με κεφαλές σε σχήμα καμπαρά (καρφί με μεγάλο, στρόγγυλο, πλατύ κεφάλι). Δεξιά κι αριστερά στις κάτω άκρες κάθε φύλλου υπήρχαν δυο βαθουλωτές πέτρες, που χρησίμευαν ως βάσεις για να περιστρέφεται ο μεντεσές της πόρτας. Στο ένα από τα δύο φύλλα και στο ύψος ενός μέτριου σε ανάστημα ανθρώπου, κρεμόταν ένας σιδερένιος μεγάλος χαλκάς, που όταν τον χτυπούσε

κάποιος ακούγονταν σ` όλο το μαχαλά. Αυτός ήταν το σήμαντρο για τον ερχομό του επισκέπτη.                                                                                                                                       

     Από μέσα η πορτάρα ασφάλιζε πάντα με μια χοντρή ξύλινη αμπάρα, που ήταν αδύνατο να παραβιαστεί. Το χρώμα της σκουριάς σε αρμονία με το δαρμένο απ` τη βροχή γκρίζο του ξύλου, έδιναν την όψη ενός πελώριου χειροποίητου έργου τέχνης.

     Τέτοιες πορτάρες στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης υπήρχαν καμιά εικοσαριά. Σήμερα υπάρχει μονάχα μια, απομεινάρι μιας άλλης αρχιτεκτονικής, μιας άλλης εποχής, μιας άλλης ζωής.

     Ένας δρόμος οδηγούσε στο χωριό από ανατολικά διασχίζοντας πετρώδεις λόφους. Τον διάβαιναν τα βοϊδόκαρα με τους συμπαγείς ξύλινους τροχούς τους –ντομούς αραμπάδες-, που στους άξονες τους έβαζαν ζωικό λίπος, για να μην τρίβονται και τρίζουν.

     Τα ζώα, μαθημένα πλέον σε τούτο τον ανώμαλο δρόμο, τον χάραζαν για χρόνια και χρόνια, βγάζοντας σε πέρας την αποστολή τους. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από το να πηγαινοέρχονται καθημερινά στα χωράφια. Τα χωράφια ήταν άγονα ‘μπαϊρια’, γεμάτα μόλια και ρίζες θάμνων. Σε πολλά απ’ αυτά , στις άκρες ή και καταμεσής, υπήρχαν θεμωνιές από μαζεμένες πέτρες – τροχαλιές- που ήταν διάσπαρτες παντού.

     Στους γύρω γκρίζους από την πέτρα λοφίσκους, τ’ ατροφικά κέδρα απλώνουν απεγνωσμένα τις ρίζες τους, ψάχνοντας για λίγο χώμα και νερό. Άραγε πόσα χρόνια πολεμούν να επιβιώσουν;

     Σε διάφορα σημεία, όπως στις διασταυρώσεις των δρόμων ή στην κορυφή μιας μεγάλης ανηφόρας, οι Τούρκοι κάτοικοι φρόντιζαν για την ολιγόλεπτη ξεκούραση των οδοιπόρων. Στις Καρυδιές λ.χ. επάνω στην τούμπα, υπήρχε ένα μεγάλο κιούπι, θαμμένο στη γη. Όπως επίσης και στον κάμπο του ‘Κάραγατς’. Τα κιούπια αυτά τα έλεγαν και σφίδες.

     Αυτά ήταν κάθε μέρα γεμάτα με φρέσκο νερό, για να σβήνουν τη δίψα τους όσοι περνούσαν από ‘κει. Αυτή η φροντίδα για τους διψασμένους περαστικούς αλλά και για τους ίδιους τους κατοίκους ονομαζόταν στα τουρκικά ‘χαϊρ σουγιού*’ και πάντα με προθυμία οι χωρικοί γέμιζαν τα κιούπια με τη σειρά, πότε ο ένας και πότε ο άλλος.

     Σε μια άλλη διασταύρωση της δημοσιάς δύο ή τρία πηγάδια, που το ένα είχε και μάγκανο, χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο σκοπό. Δίπλα στα πηγάδια υπήρχαν δέντρα. Το ένα μάλιστα ήταν πελώριο καραγάτσι με πολύ χοντρό κορμό, που δεν μπορούσαν να το αγκαλιάσουν δέκα νομάτοι. Κάτω από την πυκνή του φυλλωσιά συχνά                                                     ξαπόσταιναν διαβάτες και κάθε λογής οδοιπόροι, έμποροι, αγωγιάτες, βοσκοί με τα κοπάδια τους, τσιγγάνικα καραβάνια, πλανόδιοι μικροπωλητές και πραματευτάδες.

Άνθρωποι και ζωντανά ξαπόσταιναν, σβήνοντας τη δίψα τους κάτω από τη σκιά του θεόρατου δέντρου. Σήμερα αυτό το στολίδι της φύσης δεν υπάρχει. Κάποτε έπαθε αβαρία το μοτόρι της γεώτρησης που βρίσκονταν στην άκρη της λίμνης και τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό το χωριό. Για να επισκευαστεί χρειάστηκαν 10000 δρχ. Τόσο εκτίμησε και ο έμπορας υλοτόμος την αξία του γέρικου καραγατσιού. Η απόφαση πάρθηκε αβίαστα και η θυσία του γιγάντιου δέντρου έβγαλε από το αδιέξοδο το ισχνό ταμείο της κοινότητας.

 

*χαϊρ σουγιού: τουρκ. δώρο θεού    

 

     Η τοποθεσία που βρισκόταν αυτό το σπάνιο μνημείο της φύσης τώρα έχει αλλάξει. Οι νεκρές ρίζες του είναι σκεπασμένες απ` την άσφαλτο και πασχίζουν αδύναμα να βγάλουν παραφυάδες στα ξέφτια του διάπλατου ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Τα πηγάδια μπαζώθηκαν και το νερό αναβλύζει λιμνάζοντας άσκοπα κάτω από τις ρουμανιασμένες καλαμιές. Αυτός ο τόπος  δε θυμίζει τίποτα πια απ` την παλιά του ομορφιά στους χωριανούς που περνάνε βιαστικά από `κει καθώς πηγαινοέρχονται στα χωράφια τους. Έμειναν μόνο λίγες μικρές, ασπρόμαυρες, θαμπές φωτογραφίες, ξεχασμένες στον πάτο του σεντουκιού με τα ζευγαράκια να βολτάρουν αγκαζέ κι άλλες με παρέες νιόπαντρους να πίνουν και να γλεντούν κάποια ηλιόλουστη πρωτομαγιά. Εκεί στα πηγάδια, όπως λέγαμε – έτσι λέμε και σήμερα- μας πήγαιναν οι δάσκαλοι εκδρομές τις ανοιξιάτικες μέρες και μας άφηναν αμολαρτούς να εξερευνούμε και να χαιρόμαστε τη φύση.

     Πηγάδια ήταν ανοιγμένα πολλά μέσα στο χωριό. Επιβεβλημένη ανάγκη, αφού το νερό έλειπε σ’ εκείνη την κατάξερη γη, παρά το γεγονός ότι σε απόσταση όχι πολλή μακρινή από τα σπίτια –κάτω από απόκρημνους βράχους- απλωνόταν η λίμνη. Λίμνη του Οστρόβου την έλεγαν και πήρε το όνομα της από το Όστροβο( σημερινή Άρνισσα).

     Τα πηγάδια στις αυλές των σπιτιών, άλλα ρηχά κι άλλα πολύ βαθιά, εξυπηρετούσαν μονάχα στη λάτρα του σπιτιού. Το νερό τους ήταν στυφό και γλυφό και μόνο από ανάγκη το έπιναν άνθρωποι και ζώα. Για να εφοδιαστούν με πόσιμο νερό οι κάτοικοι έκαναν τη δύσκολη διαδρομή από το χωριό στη λίμνη και το αντίστροφο, ανεβοκατεβαίνοντας το κακοτράχαλο μονοπάτι με πολύ κόπο. Αυτός ήταν και ο λόγος κατασκευής –στη μέση του χωριού και στους γύρω μαχαλάδες- τεχνητών λιμνών, όπου μαζευόταν βρόχινο νερό για το πότισμα των ζώων. Τις λίμνες αυτές τις ονόμαζαν ‘τσολτζούκια’ και αργότερα οι χωριανοί τις έλεγαν ‘λάντες’. Τέτοιες υπήρχαν μία στη μέση του χωριού, η οποία σήμερα έχει μπαζωθεί κι έχει γίνει πλατεία, μία στου Χατζήσχουλη ή του ‘Κάρυδα’, όπου κι αυτή έχει μπαζωθεί, μία στου Σανακίδη στον κάτω μαχαλά και μία στου Λεμονίδη. Έξω από το χωριό υπήρχε μια λάντα στις Καρυδιές κι άλλη μία στα Παλιάμπελα.

     Πηγάδια πάλι είχαν το σπίτι του Λεμονίδη, του Γιάννη του Ναλμπάντη ή Βαλιάνου, του Παντού του Κώστογλου, ένα είχε το σπίτι του Αγκόπ, του Καλούλη του Αγαθού, του Ναλμπάντη του Δημήτρη, του Κώστα του Κουρούπη  του Θοδωρίδη του Στρατή ‘Μαστρογιάννη’, του Ζουμπούλη, του Νικολαϊδη ‘Ζαϊκα’, του Θωμασόγλου και της Κυριακίτσας. Ενώ ένα ακόμα υπήρχε στην πλατεία της Φιντεδιάς.

     Όλα είχαν τοιχώματα χτισμένα με περίσσια τέχνη από Τούρκους μαστόρους. Η γης σκληρή, γρανιτένια, που δε δίνει αφορμή να τηνε ξεσκαλίσεις και να χωθείς στα σπλάχνα της για να βρεις το ευλογημένο της νερό. Είναι απορίας άξιον πως έσκαβαν τόσο βαθιά τον αδιαπέραστο βράχο.

 

   Κατά τη μεριά της ανατολής, υψώνεται βουνό με απότομες ράχες και διάσπαρτο από πελώριες βελανιδιές, που μπήγει τη μύτη του –‘μπουρούνι’ όπως την έλεγαν- στα καταγάλανα νερά της λίμνης, λες και θέλει να τη χωρίσει στα δυο.

     Το ονόμασαν νησί. Κι έτσι έμοιαζε αφού τα τρία τέταρτα του βουνού βρέχονταν απ’ αυτήν.

     Τις δαντελωτές άκρες του τις λέμε και σήμερα ‘λακάδες’. Απρόσιτοι, απότομοι, ζευγαρωτοί γκρεμοί, αγκαλιάζουν τα νερά της λίμνης σχηματίζοντας τις μικρές και τις μεγάλες λακάδες. Μέσα σ’ αυτές έβρισκαν απάγκιο οι ψαρόβαρκες, με τους ψαράδες να ξεψαρίζουν τα δίχτυα τους προφυλαγμένοι απ’ τη μανία του καιρού. Σε καιρούς πολέμου πάλι γίνονταν μετερίζια και κρυψώνες ανταρτών, ορμητήρια στρατών της χώρας και των ‘συμμάχων’. Αυτό το καταμαρτυρούν τα όπλα, οι οβίδες, τα πυρομαχικά και οι βάρκες που βρέθηκαν στις ακρογιαλιές του νησιού, όλα μισοθαμμένα στις πέτρες και τον άμμο.

     Από `κει φόρτωναν στα καΐκια και στις βάρκες κομμένους κορμούς βελανιδιών και τους μετέφεραν στο απέναντι χωριό, το «Πάτελι». Εκεί πουλούσαν τα ξύλα παίρνοντας ως αντάλλαγμα είδος, όπως κρασί, τσίπουρο κ.τ.λ. Δυστυχώς στο όνομα της ανάγκης του πιοτού , κατέστρεψαν άθελα τους το όμορφο εκείνο δάσος με ανεπανόρθωτες συνέπειες.

     Από τότε μέχρι σήμερα η φύση δίνει το δικό της αγώνα, πάνω στους βράχους με το λιγοστό χώμα, να κρατήσει στις χαραμάδες τους σπόρους από κέδρα και βελανιδιές για να τα κάνει πάλι δέντρα. Ποιος ξέρει μετά από πόσα χρόνια!

     Ένα δίκορφο βουνό, δασύ και ρουμανιασμένο, καταπράσινο από θάμνους και ανάριες βαλανιδιές φυτρωμένες εδώ και κει στα νότια του χωριού, φαντάζει καμαρωτό και περήφανο μπροστά στους άγονους λόφους, που στέκουν γύρω του γκρίζοι και γυμνοί, γιομάτοι πέτρα. Οι Τούρκοι κάτοικοι μπορεί να το `λεγαν αλλιώς, πάντως οι νεοφερμένοι πρόσφυγες το ονόμασαν Κουρί ( που σημαίνει άλσος).                                                     

    Στις αρχές του έτους 1923  δημιουργείται απ` αρχής η κοινότητα Κοτσάνων.

     Ένα μαύρο βιβλίο μεγάλων διαστάσεων, που υπάρχει στην κοινότητα του χωριού, χρησίμευε ως Δημοτολόγιο των κατοίκων. Ο πρώτος εγγεγραμμένος στο μητρώο, στις 08-04-1923, λέγεται Αργυρόπουλος Αθανάσιος του Κωνσταντίνου, γεννηθείς το 1889 στη Μ. Ασία. Στη συνέχεια και κατά αλφαβητική σειρά, μέχρι το 1928, είναι εγγεγραμμένοι και οι υπόλοιποι.

     Πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος στην κοινότητα ήταν ο Μπουρλής. Το δε κοινοτικό κατάστημα του χωριού στεγαζόταν σε διάφορα ακατοίκητα σπίτια και τη δεκαετία του 1950 στο σπίτι του Αγκόπ.

     Οι κάτοικοι στα χρόνια μεταξύ 1920-1927 μετρήθηκαν και βρέθηκαν 1404. Στην απογραφή του 1928 απόμειναν 586, αφού οι Τούρκοι που κατοικούσαν εκεί έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, σήμερα  στο χωριό ζουν 352 ψυχές.

     Την περίοδο εκείνη ήρθαν πάρα πολλοί πρόσφυγες στο χωριό αλλά έμειναν για λίγο χρονικό διάστημα, αφού διάλεξαν άλλες περιοχές (Άδενδρο, Αριδαία και αλλού) κι έφυγαν σ’ αυτές.

     Το ελληνικό κράτος –για όσους παρέμειναν σ’ αυτή τη νέα πατρίδα- εξέδωσε και εφοδίασε τον αρχηγό κάθε οικογένειας μ’ ένα βιβλιάριο. Η υπηρεσία που εξέδιδε αυτά τα βιβλιάρια ονομαζόταν «Οργανισμός Πρόνοιας και Εποικισμού Προσφύγων». Η ίδια υπηρεσία διενήργησε και την απογραφή, παράλληλα με την έκδοση των βιβλιαρίων. Ο αρχηγός της οικογένειας δήλωνε τα περιουσιακά του στοιχεία που άφησε στην πατρίδα –ακίνητα, κτήματα και δέντρα- αποτιμημένα σε χρηματική αξία χρυσών λιρών. Όλα αυτά γραμμένα σ’ ένα άψυχο χαρτί, που άδικα κάθε πρόσφυγας το θεωρούσε διαβεβαίωση για να πάρει ξανά αυτά που άφησε , σαν θα γυρνούσε πίσω στα μέρη που γεννήθηκε.

     Το έλεγαν συχνά και το πίστευαν, πως κάποια μέρα θα ησύχαζαν τα πράγματα και θα ξαναγυρνούσαν στα χωριά τους. Θα ξεκλείδωναν τα σπίτια μ’ όλο το νοικοκυριό να τους φυλάει. Τα δέντρα, οι μπαξέδες, θα περίμεναν αυτούς να τα σκαλίσουν κι ο Τούρκος γείτονας θα τους καλωσόριζε περίχαρος «χοσκελντί- χοσκελντί».

     Έτσι έγινε και το 1914 στον πρώτο διωγμό. Αυτούς που έδιωξαν οι τσέτες του Κεμάλ ήρθαν στη λεγόμενη παλιά Ελλάδα. Στο Λεωνίδιο, στην Καλαμάτα, στο Βόλο και στα Τρίκαλα. Μείνανε τρία- τέσσερα χρόνια και ξαναγύρισαν πίσω στα δικά τους μέρη.

     Όμως το όνειρο της επιστροφής δεν κράτησε πολύ και το 1922 βιώνουν το δεύτερο, πιο τραγικό διωγμό, που έφτασε τα όρια της γενοκτονίας. Και μ’ αυτήν την ελπίδα φυλαγμένη στα φύλλα της καρδιάς τους, πέρασαν χρόνια και χρόνια προσμένοντας τη μέρα του γυρισμού. Ώσπου έφυγαν από τη ζωή παίρνοντας στον τάφο την ελπίδα της επιστροφής μαζί με το πικρό παράπονο της προσφυγιάς.  

    Oι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού ‘γιαβάς- γιαβάς’ άρχισαν να ετοιμάζουν τα νοικοκυριά τους, να τα φορτώνουν στους αραμπάδες και να κινούν για την Ανατολή. «Ανταλλαγή πληθυσμών» είπανε τον ξεριζωμό, οι τότε κυβερνήτες των δύο χωρών, με την προτροπή πάντα των συμμαχικών δυνάμεων της Ευρώπης. Σιγά σιγά έφυγαν οι Τούρκοι αφήνοντας πίσω το χωριό, τα Κότσανα, με ερειπωμένα σπίτια και μαντριά.

     Παράλληλα οι ομάδες των οικογενειών με κοινή καταγωγή από τους ξεριζωμένους τόπους, έφταναν στο χωριό και έμπαιναν σε όποιο άδειο σπίτι έβρισκαν για να βολευτούν. Τον πρώτο διωγμό τον έζησαν αρκετοί χωριανοί που η καταγωγή τους ήταν από το Τσανακαλέ της Προποντίδας. Συγκεκριμένα από τα χωριά Γεννισαρί και Νιχώρι.

     Είχα την τύχη να βρίσκομαι μαζί τους και να συνομιλώ ώρες ολάκερες για τη ζωή που ζούσανε εκεί…

     Στα κουρασμένα, ρυτιδιασμένα πρόσωπα τους έβλεπα τα μάτια του παππού μου του Νικολάκη, της γιαγιάς μου της Ανθής, τον παππού Παντό που τον έχασα όταν ήμουν πολύ μικρός.

     Θα με μείνουν αξέχαστα `κείνα τα μάτια, τα γιομάτα πόνο και παράπονο μαζί, να με κοιτούν σα να θέλανε να τρυπήσουν τα δικά μου, για να εναποθέσουν εκεί όσα είδαν κι έζησαν στην πολυτάραχη ζωή τους, πέρα στη μάνα πατρίδα κι ύστερα εδώ στη μητριά Ελλάδα.

     Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού τώρα πια –στη δεκαετία του 2000- κάθε τόσο παίρνουν ‘προσκλητήριο’ απόντων κι αυτό τους κάνει να βλέπουν το τέλος της ζωής τους να ζυγώνει.

     Κίνησαν μαζί στη ζωή, δυστυχισμένοι και κατατρεγμένοι από παιδιά. Πέρασαν μαζί στο ίδιο χωριό δύσκολους καιρούς με πείνα, ανέχεια, πολέμους και χίλιες δυο ταλαιπωρίες.

     Τώρα ένας ένας διαβαίνει το δρόμο για τον άλλο κόσμο, παίρνοντας μαζί του το ανεκπλήρωτο όνειρο του γυρισμού στην αλησμόνητη πατρίδα.

                        

     Ήταν παιδιά όταν τους βρήκε το κακό του 1914.

«Ήμαν δεκατριό- δεκατέσσερο χρονού», έλεγε ο μπάρμπα-Θανάσης.

«Βοσκούσα τα ζώα στο κάμπο. Άμα ήρτε το χαμπέρ, είδα έναν πορπατούσε μοναχός. Α βρε μπάρμπα, τον λέγω, πού πας; Βρε λέγω, αβρέ κέρδισει η γκιμάλς και τους χριστιανούς τους σφάζουν, λέγω.

Μόλις πήγα λοιπόν στο χωριό, έρχεται και το χαμπέρ απ’ το Νιχώρ.

Πιάσε κόσμος να τσιρίζ! Πήραμε φόβο. Βάναν και κάμποσα σπίτια φωτιά με σπάθες!! Αυτοίνοι ήταν απ’ την Αραβία. Τι να σε πω! Άμα τις έγλεπες φοβόσουν. Ό,τι είχες, είχες. Τ’ άφησες στους Τούρκους. Ψωμί δεν είχαμε, όποιος είχε παράδες αγόραζε. Όποιος δεν είχε, μας δίναν από κάνα κομματάκι ψωμί ως για να μη πεθάνουμε.

     Μόλις βγήκαμε Σαλονίκ πρόσφυγ, μερικοί νομίζαν κατ’ ήθελαν να διουν άγριοι ανθρώπ. Έρχεται ένας λοιπόν παλιελλαδίτς ήνταν τι ήνταν. Ακριφιέτ αυτός…

‘Τζάνουμ! Αυτοί μιλούν ελληνικά καλύτερα από μας! Πώς ήρταν απ’ τη Τουρκία!’»

     Παιδί ήταν κι ο μπάρμπα-Κώστας ο καφετζής· τον κουβαλούσε η μάνα του στα κωλόπανα, όπως έλεγε ο ίδιος, στον ξεσηκωμό του δεκατέσσερω.

     Ένα πρωινό βγήκα για να πιω το καφεδάκι μου στο καφενείο του χωριού. Συνάντησα μονάχο τον μπάρμπα- Κώστα, τον Καφετζή. Ήταν ιδανική στιγμή για μένα να τον πλησιάσω. Είχα ακουστά πως τραγουδούσε γλυκά, διάφορα παλιά τραγούδια, φερμένα απ’ την πατρίδα. Το αγαπημένο του ήταν το ‘Μέσα στο Τσανακαλέ’. Τον ξάφνιασα με την επιθυμία μου να τραγουδήσει τούτο το ανέκδοτο τραγούδι εκείνη την ώρα, καταμεσής στην πλατεία.

     «Εδώ;» με ρώτησε απορημένος. «Εδώ μας ακούνε. Πάμε σπίτι να σε φκιάσω καφέ και να στο τραγουδήσω και στα τουρκικά».

     Καθισμένοι και οι δύο στο ντιβάνι του, μακριά από τα περίεργα βλέμματα των συγχωριανών και για να με τιμήσει, πήρε στα χέρια του με περηφάνια το κομπολόι…Ένα αναμνηστικό δώρο του Συλλόγου, προσφορά στους γέροντες που γεννήθηκαν στη Μικρά Ασία, κι αρχινάει:

              Μέσα στο Τσανακαλέ με σκοτώσανε

              Αμάν αμάν.

             Δίχως μάνα και πατέρα με παραχώσανε

             Ωχ! Ωχ! παν τα νιάτα μου.(δις)

 

             Μην κλαις μανούλα μου γλυκιά

             γιατί σκοτώθηκα αμάν αμάν (δις)

             για την πατρίδα χάθηκα

             για την ελευθεριά ωχ! μανούλα μου γλυκιά.

 

             Να ζήσουν όλοι οι Έλληνες αμάν αμάν

             κι όλο το στρατό (δις)

             να στήσουνε στην εκκλησιά πάλι το Σταυρό

             ωχ! μανούλα μου γλυκιά. (δις)

 

             Να στήσουνε και τη σημαία

             στην Αγιά Σοφιά ωχ!            

             πατρίδα μου γλυκιά.                                                          

 

      «Θέλεις να στο πω και στα τουρκικά;» είπε σχεδόν ικετευτικά.

Για την ιστορία, το κατέγραψα:

                 «Τσανακαλέ ιτσιντέ

                 Βουλντουλάρ μπεννί αμάν αμάν.»

    

«Το τραγούδι μιλά γι’ αυτόν  που σκοτώσανε» με διαβεβαιώνει και συνεχίζει…

«Οι μπαμπάδες μας το τραγουδούσαν στα τουρκικά, ήταν πιο εύκολο γι’ αυτούς.»

Είπε κι άλλα τραγούδια, όπως το ‘Στο ‘πα και στο ξαναλέω’ και ένα στιχάκι από ένα άλλο που θυμόταν μοναχά αυτές τις δυο αράδες:

               «Παλικάρι μου, τις κάλτσες μη λυπάσαι

               γιατί θε να ‘ρθει ένας καιρός τα νιάτα να θυμάσαι.»

«Είναι καρσιλαμάς, που τον χόρευαν πολύ τότες» είπε.

     Και τραγουδώντας αυτά τα τραγούδια ο μπάρμπα-Κώστας με πήγε στη σημαδιακή χρονιά του 1914.

     «Οι Τούρκοι μας κάμαν ξεσηκωμό. Η μάνα μου όταν μ’έφερνε ήμουν ένα χρονό. Με είχε στα κωλόπανα. Με πέταξαν και ήθελαν να με σφάξουν οι Τούρκοι. Μας κυνηγούσαν το δεκατέσσερο. Ο Ιταλός βομβάρδιζε τα Στενά(Δαρδανέλια). Μας διώξαν από ένα δάσος, απ’ το ‘ρενκιόι’ (οφρύνιο). Η μάνα μου, η σχωρεμένη, με κουβαλούσε στην ποδιά της. Λέγαν οι γειτόνισσες: ‘Το παιδί πολύ κλαίει, Πολυξένη. Πέταξτο να γλιτώσουμε’.»

      «Με πέταξε!! Με πέταξε κι από πίσω με άρπαξε μιαν άλλη. Του Αγγελάκη η γυναίκα απ’ το Κελεμέζ (σημερινό Φαράγγι), που δεν είχε παιδιά. Παρά πέρα με είδε η μάνα μου στην αγκαλιά της άλλης κι εκείνη μ’ έδωσε πίσω. ‘Πολυξένη πάρτο’, την είπε. ‘Πρώτο παιδί έχεις, αν κι εγώ δεν έχω, πάρτο, χαλάλι σου. Στο γλίτωσα το παιδί!’»

     «Φτάξαμε στη Σαλονίκη. Ο μπαμπάς μου ήταν εργάτης στη Σαλονίκη. Δούλευε στο Σ.Ε.Κ. Το `18 πήγε ο στρατός στη Σμύρνη. Πήγαμε κι εμείς πίσω στο Γεννίσαρι, μισή ώρα μακριά από το Τσανακαλέ. Ο μπαμπάς μου με βαστούσε από το χέρι.»

     «Μπάρμπα-Κώστα, θυμάσαι τίποτα από ‘κει;», τον ρώτησα.

     «Θυμούμαι όταν πήγαμε εκεί πέρα, περάσαμε το Σχάμανδρο ποταμό. Οι Τούρκοι γειτόνοι απ΄ τα γύρω χωριά, ξέραν τον μπαμπά μου, που ήταν νοικοκύρης κηπουρός κι όταν έμαθαν ότι ήρθαν οι πρόσφυγες στην πατρίδα, ήρθαν να διούν τον μπαμπά μου. Ένας, λοιπόν, καπετάνιος ‘Αζής’, πήρε λοιπόν είκοσι παλικάρια με τα πιστόλια, με τα ‘κιουρτέκια’, τα χρυσαφικά, να καλωσορίσουν το μπαμπά μου στο μπαξέ: «Οσκελντί Γιώργη Καφετζή, οσκελντί». Αγκαλιές, φιλιά…Ήμασταν εγώ, η μάνα μου, η θεια μου, ο παππούς μου κι ο μπαμπάς μου. Είχαμε στο μπαξέ 120 μουριές με μεγάλα μούρα ‘χασλαμάδες’. Ήταν τα μούρα και τα ζαρζαβάτια στον καιρό τους.  

    «Μας φώναζαν ματζιραίοι»,λέει ο μπάρμπα-Θανάσης.

«Ξενομερίτες και τουρκόσποροι»,λέει με παράπονο ο μπάρμπα-Δημητρός.

Κι απορούν και οι δύο ΓΙΑΤΙ; Αφού στην Τουρκία τους αποκαλούσαν με τη «βρισιά» ‘Γιουνάν’. Και τώρα στην Ελλάδα; Γιατί τους λένε τουρκόσπορους;

     Αλίμονο όμως γι’ αυτούς, σκέφτομαι…

Αν γνώριζαν την ιστορία τους, την ιστορία των Ελλήνων, που πρωτοεμφανίστηκαν εκεί στα μικρασιατικά παράλια το 1000 π.Χ., όχι μόνο δε θα τους αποκαλούσαν τουρκόσπορους και ξενομερίτες αλλά ΕΛΛΗΝΕΣ άξιους των προγόνων τους, που κράτησαν μέσα στους αιώνες ανόθευτο τον ελληνικό πολιτισμό.

     Αν ήταν δυνατόν, σκέφτομαι πάλι, να μπορούσε να τους κάνει κάποιος να γνωρίσουν τις ρίζες της ελληνικής φυλής, που η παρουσία της στη Μικρασία είναι

εδώ και 3000 χρόνια, με πρώτους τους Αιολείς και αργότερα τους Αχαιούς και τους Ίωνες, τότε τα πράγματα θα ήταν αλλιώς.

     Όμως δεν απόμενε χρόνος στον μπάρμπα-Θανάση και τον μπάρμπα-Δημητρό, εκείνες τις τραγικές στιγμές της προσαρμογής σε τούτα εδώ τα μέρη, να δίνουν εξηγήσεις και να προσπαθούν να πείσουν ότι δεν είναι «ματζιραίοι» (αλλοεθνείς πρόσφυγες), ούτε τουρκόσποροι και ξενομερίτες, παρά μονάχα διωγμένοι και κυνηγημένοι Έλληνες από τα χωριά και τις πόλεις μιας άλλης Ελλάδας.    

 

 

 

     Κι αλήθεια βρέθηκε αφορμή στο σημείο αυτό να προσπαθήσουμε εντελώς περιληπτικά να προσεγγίσουμε τη μακραίωνη ιστορία των προγόνων μας.

     Η παρουσία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία χρονολογείται από το 10ο αιώνα π.Χ. Εκεί πρωτοκατοίκησαν οι Αιολείς, οι Ίωνες και οι Δωριείς. Αυτοί δίδαξαν τον ελληνικό πολιτισμό στους λαούς της Μ. Ασίας σεβόμενοι τα εθνικά και πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά.

     Κατόπιν αποτέλεσαν τμήμα του κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Συμμετείχαν ουσιαστικά στη δημιουργία του Βυζαντίου και το διαφύλαξαν από τους επιδρομείς που έρχονταν συνεχώς από τα βάθη της Ανατολής.

     Τον 11ο αιώνα ήρθαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι και σε διάστημα 300-400 χρόνων κατέλαβαν όλη τη Μ.Ασία.

     Τον 14ο αιώνα εμφανίστηκαν οι Οθωμανοί Τούρκοι (Οσμανλήδες) με τον Οσμάν ή Οθ(ω)μάν και δημιούργησαν το σουλτανάτο της Προύσας. Με στρατολογήσεις χριστιανών και παιδομαζώματα αυξήθηκαν σιγά σιγά και τον 15ο αιώνα κατέκτησαν το βυζαντινό κράτος και δημιούργησαν την Οθωμανική αυτοκρατορία, που απλωνόταν σ` ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης και στην μητροπολιτική Ελλάδα.

     Έτσι έμειναν σκλαβωμένοι οι Έλληνες για 400 χρόνια και έζησαν όλα τα δεινά του βάρβαρου κατακτητή.

     Το 19ο αιώνα οι καταπιεσμένοι λαοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν αντέχουν άλλο τη σκλαβιά κι επαναστατούν. Μαζί και η Ελλάδα στις 25 Μαρτίου του 1821 πολεμά για να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό και μετά από 10 χρόνια πολυαίμακτου αγώνα καταφέρνει να ελευθερώσει μερικά εδάφη της. Έτσι το Φεβρουάριο του 1830 δημιουργείται το Νεοελληνικό κράτος με όρια που φτάνουν μέχρι τη Θεσσαλία.

     Στις αρχές του 1908 ιδρύεται το νεοτουρκικό κόμμα ‘Ένωση και Πρόοδος’ με σκοπό να εκτουρκίσει όλον το μη μουσουλμανικό πληθυσμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τον οποίο αποτελούσαν Έλληνες, Αρμένιοι, Άραβες και άλλες φυλές. Στόχος του κόμματος ήταν όχι μόνο να αποκλείσει από την εξουσία κάθε χριστιανική παρουσία αλλά να εξοντώσει και να εξαφανίσει κάθε εθνότητα μη μουσουλμανική.

     Έτσι εξαναγκάστηκαν περισσότεροι από 100.000 Έλληνες να καταφύγουν στην Ελλάδα. Πολλοί εξορίστηκαν και πολλοί εκτοπίστηκαν στα περίφημα ‘αμελέ ταμπουρού’ (τάγματα εργασίας). Αμέτρητο πλήθος Ελλήνων έζησε το μαζικό εκτοπισμό από τις ακτές της Μ. Ασίας προς την αφιλόξενη ενδοχώρα, αφήνοντας τις περιουσίες τους στα χέρια των Νεότουρκων και ακολουθώντας τη μοίρα τους στα στρατόπεδα εργασίας. Εκεί ζώντας σε απάνθρωπες συνθήκες –στα βάθη της Ανατολής- πέθαιναν από ταλαιπωρία, ασιτία και αρρώστιες.

     Άλλες φορές πάλι τους μετακινούσαν στα μέσα του χειμώνα, για δήθεν προστασία και ασφάλεια από του εχθρούς της Τουρκίας. Οι κακουχίες από τη μια και οι άτακτοι του τουρκικού στρατού από την άλλη, αποδεκάτιζαν τους μετακινούμενους Έλληνες.

     Όταν τελείωσε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και ηττήθηκε η οθωμανική αυτοκρατορία, οι νικητές Άγγλοι, Γάλλοι, Αμερικανοί, Ιταλοί και Έλληνες συμφώνησαν για τη λύση του Ανατολικού ζητήματος. Ο καθένας απ` αυτούς έβλεπε τη λύση σύμφωνα με τα δικά του συμφέροντα. Παράλληλα με τη λύση αυτή δόθηκε το πράσινο φως στον ελληνικό στρατό να καταστεί εγγυήτρια δύναμη στη Μικρά Ασία.

     Οι ελπίδες του ελληνισμού της Μικρασίας αναπτερώθηκαν βλέποντας τα ελληνικά στρατεύματα να παρελαύνουν στη Σμύρνη ενώ το όνειρο τόσων χρόνων για την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών άρχισε τώρα να γίνεται πραγματικότητα.   

     Όμως η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, η ασυνεννοησία και η απληστία των κυβερνώντων έδωσαν την ευκαιρία στον Κεμάλ να δημιουργήσει αντάρτικο στα βάθη της Ανατολής, να οργανώσει δικό του στρατό και να νικήσει τον διπλοπροδομένο- από πολιτικούς και συμμάχους-  ένδοξο ελληνικό στρατό.

     Ο πόλεμος αυτός έφερε τη συμφορά, τον αφανισμό 250.000 ανθρώπων και τον ξεριζωμό 1.500.000 ψυχών.

 

    

 

     Στο χωριό του πατέρα μου, την Απολλωνιάδα, εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου δε διέφερε σε τίποτα από τα άλλα απογεύματα, για τον οχτάχρονο Σταύρη και τ’ άλλα παιδιά. Αντίκρυ από το σπίτι τους, στην ανοιχτοσιά, έπαιζαν ανέμελα τις ‘αμάδες’ και τα ‘φουντουράκια’.

     Για τους μεγάλους όμως τα χαμπέρια ήταν άσχημα. «Θα μας σκώσουνε», σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους και οι χωριανοί τους, οι Τούρκοι, τους ψευτοπαρηγορούσαν λέγοντας πως αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί.

     Εκείνο το βράδυ μαζεύτηκαν στην εκκλησιά του Άι- Γιώργη, που ήταν εκεί δίπλα στο σπίτι, κι έκαναν παράκληση όλη τη νύχτα για να βοηθήσει ο Άγιος μη γίνει το κακό.

     «Εμείς τα σαλά χαίρουμασταν που θα μας έσκωναν, γιατι θα πααίναμε βόλτα αλλού». Τα `λεγε ο πατέρας μου για χιλιοστή φορά, αυτό και όλα τ’ άλλα που θυμότανε από εκεί.

     Όπως μια μέρα που βουτούσε στη λίμνη για να πιάσει καραβίδες. Αυτές χώνονταν στην άμμο, στον πάτο της λίμνης, και στην προσπάθειά του να πιάσει μία, βρέθηκε κάτω από τα ίσαλα μιας βάρκας. Έκανε να βγει στην επιφάνεια και χτύπησε το κεφάλι του στη βάρκα. Τρόμαξε πολύ στην αγωνία του να βγει για να πάρει ανάσα.

     Άλλοτε πάλι μ’ έλεγε: «Κουβανούσα νερό με την μπακίρα. Ο γιαλός ήτανε ρηχός και ‘πορπατηματζά’ πλαούσα όσο μπορούσα πιο βαθιά. Τσακλάντιζα δεξιά αριστερά την μπακίρα, τη γιόμιζα και την πάαινα σπίτι. Εκεί ελιάζαμε το νερό και το επίναμε».

     Η γιαγιά Στρατία Καρυδοπούλου, που ζυγώνει τα εκατό, λέει: «Απ’ την πατρίδα εφύγαμε άρον άρον. Εκάναμε κουλούρια τα σκεπάδια μας και με τα κοφίνια ο κόσμος ανέβαινε στο καράβι. Άλλος απ’ τα σκοινιά κρέμουνταν άλλος απ’ τις αλυσίδες. Σκίζονταν τα κοφίνια από το βάρος καθώς μας τραβούσαν απάνω και ο κόσμος έπεφτε στη θάλασσα. Το κοφίνι μπορεί να κρατήσει βάρος; Πόσο βάρος μπορεί να κρατήσει το καλάθι; Μια κοπέλα απ’ το χωριό μας, Θεός σχωρέστην έμεινε εκεί με την κοιλιά στο στόμα. Δε πρόφταξε να φύγει. Ήταν έγκυος.

     «Εκείνοι που είχαν παράδες πιάναν τα καΐκια όσα όσα, πλήρωναν και γυρνούσαν στα νησά». Λέει ο μπάρμπα Θανάσης: «Εμείς που δεν είχαμε παράδες οι φουκαράδες, καθόμασταν εκεί και περιμέναμε. Μας βάναν άλλοι στα βαγόνια μέσα, άλλοι σε στρατώνες, άλλ’ σ’ εκκλησιές. Τι να σε πω! Εμάς η θκιμας οικογένεια μαζί με το μπαμπά μ’ και τ’ μάνα μ’, μας βάναν σ’ ένα βαγόνι και μια οικογένεια του Μπριοτέλη. Τέσσερα άτομα αυτοίν και τέσσερα άτομα `μεις. Ξερς τι θα πει ν’ ακούς για την Ελλάδα; Κλαίγαν ο κόσμος. Τα λέγω και κλαίγει η ψυχή μ’».

     Ο πατέρας μου πάλι θυμάται: «Φορτώσαμε ό,τι μπορούσαμε στη κουτούκα του νταή του Θαλασσινού και μαζί με άλλοι χωριανοί βγήκαμε απ’ το ποτάμι (Ρύνδακος ποταμός) στη θάλασσα, και από `κει στη Σηλυβριά. Με αραμπάδες και πεζοπορία έφταξαμε στην Αλεξανδρούπολη. Ύστερης μας πήγανε στο λιμάνι στη Καβάλα και από `κει μας έφεραν με το βαπόρι στο λιμάνι στη Σαλονίκη. Εκεί μας έβαλαν σε αποθήκες και μας απολύμαναν.

     Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς, που ο ένας πατούσε τον άλλονα. Μας έβαλαν καραντίνα. Απ’ εκεί μας πήγανε στο συνοικισμό της Σταυρούπολης, στο Λεμπέτ. Σε κάτι μεγάλες στρατιωτικές αποθήκες από λαμαρίνα. Ήτανε του γαλλικού στρατού. Χωρίσαμε με παλιόρουχα και κουβέρτες ένα μέρος και έμνισκαμε εκεί. Παραδίπλα ήτανε άλλες φαμίλιες.

     Έκανε πολύ κρύο και στη μέση είχαμε ένα γκαζοτενεκέ για μαγκάλι. Για να ζεσταθούμε πάαιναμε με την αδελφή μου, τη Ζωίτσα, στο σταθμό στα τρένα. Εκεί στι ράγες μάζωναμε σκόνη από κάρβουνο που έπεφτε απ’ τα τρένα, ως φαίνεται, και την έπλαθαμε με το νερό. Την κάναμε πίτες και την έκαφταμε στο μαγκάλι.

     Κάθε μέρα μαζί με την αδελφή μου, απ’ τη Σταυρούπολη πααίναμε με το πόδι ίσαμε το Λευκό Πύργο. Εκεί είχε στρατό. Την ώρα του συσσιτίου, μας έδιναν κουραμάνα και φαΐ. Το βάζαμε σε μια μπακίρα και το πααίναμε στις παράγκες για να φάει ούλη η φαμίλια.

     Ο μπαμπάς μου ήτανε τσαγκάρης. Πότε σε μια παράγκα μικρή εκεί στο Λεμπέτ και πότε στο Βαρδάρη σε μια γωνιά, μπάλωνε παπούτσια.

     Οι αρρώστιες ήταν πολλές. ‘Νταλάκι’. Πρήζουνταν οι κοιλιές και πέθνισκε ο κόσμος. Κάθε πρωί περνούσε γιατρός. Έμπαινε εκεί που κοιμούμασταν. ‘Τι έχουμε εδώ το λοιπόν;’ Ρωτούσε και μας έδινε από ένα χάπι. Κινίνο το έλεαν. Η αδελφή μου η μικρή, η Κρουστάλλω, δεν το ήθελε καθόλου και το φτούσε άμα έφευγε ο γιατρός. Άλλες φορές πάλε την εντύλιζε η μάνα μας στα σκεπάσματα για να την κρύψει, αφού αυτή έκλαιε άμα έβλεπε το γιατρό. Ο γιατρός ρωτούσε: ‘Εδώ έχε ένα μικρό κορίτσι, πού είναι;’ Η μάνα μας τον έλεγε ότι βγήκε έξω να παίξει. Χαλμπούκι, εκείνο ήταν τυλιγμένο στα στρωσίδια».

     Πάρα πολλές φορές μιλούσαμε για εκείνα τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς ,με τον πατέρα και τη μάνα μου. Και μα την αλήθεια κάθε φορά που μου τα εξιστορούσαν ήταν σαν να μην τα είχα ακούσει ποτέ.

     Έχουν περάσει ογδόντα χρόνια και ο ογδονταεφτάχρονος πλέον πατέρας μου, με απαγγέλλει για πολλοστή φορά ένα ποίημα- καλωσόρισμα, που τους έμαθαν στον

προσφυγικό καταυλισμό σαν ήτανε παιδιά. Μια ομάδα Αμερικανίδων κυριών επισκέπτονταν εκείνη την εποχή τα παραπήγματα, όπου ζούσαν στοιβαγμένοι οι πρόσφυγες, για να τους προσφέρουν ρούχα και τρόφιμα. Κάποιοι φρόντισαν μέσα από τις αδύναμες φωνούλες των πεινασμένων, ρακένδυτων παιδιών να ευχαριστήσουν ευρηματικά τις φιλεύσπλαχνες κυρίες:

 

          Γουέλ καμ μις Τζετέν

          Γουέλ καμ μις Πέτερσον

          Γουέλ καμ, γουέλ καμ

          Γουί μις γιου όφουλ

          Γιουρόπιαν τσίλντρεν

          Γουί αρ χάπι του σι γιου εγκέν

          Σόου χάπι του σι γιου εγκέν.

 

         Καλώς ήλθατε δεσποινίς Τζετέν

         Καλώς ήλθατε δεσποινίς Πέτερσον

         Καλώς ήλθατε, καλώς ήλθατε

         Σας έχουμε αποθυμήσει

         Εμείς της Ευρώπης τα παιδιά

         Είμαστε χαρούμενοι που σας βλέπουμε

        Θα χαρούμε να σας ξαναδούμε.

 

     Με περίσσια υπομονή και με κάθε λεπτομέρεια, ως τα βαθιά τους γεράματα, με αφηγούνταν αυτά που τυπώθηκαν στο παιδικό μυαλό τους. Τα κουβαλούσαν μια  ολάκερη ζωή, κοντά έναν αιώνα, όλα αυτά που δεν μπόρεσαν να σβήσουν, τα δύσκολα, τυραννισμένα χρόνια που πέρασαν πάνω απ’ την πλάτη τους.

     Έτσι πέρασαν οι αφηγήσεις και τα λόγια τους στη μνήμη μου, όχι μόνο όσα άκουσα από τις γιαγιάδες μου, τους γονιούς μου και τον μπάρμπα μου το Δημήτρη αλλά κι όσα έλεγαν συγχωριανοί πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, με τους οποίους συζητούσα.

     «Ήρταμε μεγάλη φαμίλια» λέει ο πατέρας μου. «Ο παππούς μου ο Δημήτρης, η γιαγιά μου η Στρατία, ο μπαμπάς μου ο Παντός, η μαμά μου η Στρατία, οι αδελφές μου:η Ζωίτσα, η Δέσποινα, η Κρυστάλλω κι εγώ. Η αδελφή μου η Δέσποινα, πέθανε έξι χρονού. Την παραχώσαμε στην Αγιά Παρασκευή. Ύστερα γεννήθηκε άλλο κορίτσι και το έβγαλαμε Δέσποινα. Σε λέω πέθνισκε πολύς ντουνιάς. Ύστερης έφυγαμε και πήγαμε για καλύτερο κλίμα στα ‘Μπεσίκια’, στη Μικρή Βόλβη στο Λαγκαδά. Θυμούμαι πήγαμε με το τρενάκι και μετά περάσαμε τη λίμνη με τη βάρκα.

     Εκεί έθαψαμε τον παππού και τη γιαγιά μου. Αρρώστησαν και πέθαναν. Μέσα σε δυο χρόνια παραχώσαμε τρεις νομάτοι μόν’ απ’ τη φαμίλια μας.

     Γυρίσαμε ξανά πίσω στη Σταυρούπολη γιατί εκεί είχε πολλά κουνούπια και το νταλάκι θέριζε τους αθρώπους. Αφού έκατσαμε δυο-τρία χρόνια στο Λεμπέτ, μας μήνυσε η άμια μου η Αρχοντή, που έμνησκε στα Κότσανα μαζί με το Λεμονίδη, κι ήρταμε εδώ. Το κλίμα εκεί στη Σαλονίκη δε μας έσκωνε».

     Η ελονοσία, η πείνα και η ανέχεια, έδιναν τη χαριστική βολή στα ήδη ταλαίπωρα κορμιά των προσφύγων. Όσους τους έγραφε μέρες ζωής η μοίρα, γαντζώθηκαν σ’ αυτήν και σαν λαθρεπιβάτες στο τρένο της ανέβηκαν σκαλομαρία.

     Κι όπως αποδείχτηκε στα κατοπινά τα χρόνια, όχι μονάχα επέζησαν απ’ την οδύσσεια του ξεριζωμού, τη χλεύη, την περιφρόνηση, την αδικαιολόγητη και σκληρή

καχυποψία των ντόπιων αλλά γράπωσαν πεισματικά τα γκέμια της ζωής, αντιμετωπίζοντας ακόμα κι αυτό το αφιλόξενο κλίμα πολεμώντας τις αρρώστιες  με γινάτι. Θαρρείς κι έβαλαν στοίχημα με τη ζωή να επιβιώσουν και να φέρουν στον κόσμο εμάς, τη δεύτερη γενιά.

     Απόδειξη ότι τα κατάφεραν οι περισσότεροι είναι αυτό που πράττω εγώ με τη γραφή και σεις με την ανάγνωση. Τώρα μπορούμε –έστω και νοερά- να ζήσουμε την ιστορία τους από πρώτο χέρι, μέσα απ` τις δικές τους μαρτυρίες.

 

 

                                                 

       O μπάρμπα Δημητρός σαν μ’ έβλεπε, μέριαζε το μπαστούνι του κάνοντας τόπο για να κάτσω δίπλα του και να πει τα δικά του..

Τι περίεργη σχέση, αλήθεια; Εγώ στα μισά του χρόνια, άπειρος κι άμαθος απ’ τη ζωή κι αυτός ‘σοφός’, αγέρωχος με τόσα που έζησε και είδε, ν’ αποζητά τη συντροφιά μου. Τώρα, λοιπόν, καταλαβαίνω το γιατί. Γιατί συχνοτιζόμουνα με τον μπάρμπα Δημητρό, τον μπάρμπα Θανάση, τον μπάρμπα Κώστα, τη γιαγιά Μπλέναινα, τη θεία Μαρία του Κέλπερη και με πολλούς άλλους παππούδες και γιαγιάδες της πρώτης γενιάς.

     «Εμείς ήμαστον απ’ το Γεννίσαρι», λέει.

«Άλλοι απ’ το Νιχώρι. Αυτά τα μέρια ήνταν δίπλα στο Τσανακαλέ. Εκεί ασχολιούμασταν με τα ζώα. Είχαμε βουβάλια. Τα ταΐζαμε κουκιά.

     Στο πρώτο διωγμό λέγαν οι Τούρκοι να μη μείνει κανένας Έλληνας αυτού. ‘Έστω κι αν μείνει ένας, χάθηκι η Τουρκιά’. Το δεκατέσσερω φύγαμε και μας κατβάσαν στο Λεωνίδιο, στη Πελοπόννησο. Οι Παλιολλαδίτες μας λέγαν Τουρκομερίτες.

     Στη πατρίδα αφήκαμε τα σπίτια, τα ζώα μας, όλα. Τα σπίτια ρμάξαν. Τα ζώα όταν φύγαμε τα βάζαμε σουμάδ. Τα σπίτια τα πήραν Τουρκ.

     Όταν ξαναγυρίσαμε βρήκαμε λίγα πράματα. Όσα ζώα είχαν σουμάδ θκόμας, μας τα δίναν.

     Το εικοσιδυό διέταξε ο Κεμάλης, έγινε μεγάλη καταστροφή στη Σμύρνη και το Τσανακαλέ. Φύγαμε κι ήρθαμε στα Τρίκαλα. Μας βάναν σε στρατώνες. Εκεί κάμαμε μια επιτροπή και γύρισε ούλη την Ελλάδα για να βρούμε μέρος καλό. Στην επιτροπή ήταν ο Μπουρλής ο Τσόμπανος, ο Καλογιάννης κι ο Μπουνάτσος ο Παναγιώτης. Ο Μπουνάτσος ήταν και διαχειριστής στα τρόφιμα που μας δίναν.

     Η επιτροπή λοιπόν, βρήκε το χωριό τούτο. Κουβανηθήκαμε με βαγόνια στο Αμύνταιο. Ύστερα με κάρα τουρκικά ήρθαμε στα Κότσανα.

     Πρώτον που είδαμε εδώ, ήταν ο Ναλμπάντης  ο Βασίλης. Έσαχνε πέταλα. Κάθουνταν κάτ’ απ’ το δέντρο στη λάντα δίπλα, εκεί που `ναι τώρα η πλατεία.

     Εμάς μας δώκαν το σπιτ του Ζάικα. Το σπιτ αυτό ήταν αδερφομύρια».

 

 

 

     Σήμερα το χωριό, η Περαία, έχει αλλάξει. Χρόνο με το χρόνο από τη μέρα της εγκατάστασης, οι γενιές η μια μετά την άλλη αξιοποίησαν τον τόπο. Τίποτα δε θυμίζει ακόμα και στους σημερινούς κατοίκους κάτι από τα καποτεσινά «Κότσανα».

     Δυστυχώς τα παλιά σπίτια σχεδόν γκρεμίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν άλλα με καινούρια και μοντέρνα υλικά. Οι πλατείες διαμορφώθηκαν, οι λάντες μπαζώθηκαν, τα πηγάδια σφάλισαν, τα γέρικα καραγάτσια και οι ακακίες κόπηκαν. Όμως στη θέση τους φύτεψαν άλλα δέντρα, καρποφόρα και αειθαλή. Οι δρόμοι και

τα σοκάκια ασφαλτοστρώθηκαν και το παλιό ξωκλήσι του Άι-Θόδωρου ανακαινίστηκε. Η παλιά εκκλησιά του Άι-Γιώργη δε λειτουργεί συχνά γιατί στη μέση του χωριού χτίστηκε μια καινούρια και μεγαλοπρεπής, η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων.

     Στους κάμπους άλλαξαν οι καλλιέργειες και τα κακοτράχαλα άνυδρα μπαϊρια μεταμορφώθηκαν σε εύφορα ποτιστικά κτήματα, κατάφυτα από μηλιές, ροδακινιές και κερασιές. Τα παλιά γεωργικά εργαλεία εγκαταλείφθηκαν και τη θέση τους πήραν τα τρακτέρ και τα κάθε είδους αγροτικά μηχανήματα.

     Οι σιδεράδες, ο καροποιός, ο γανωτής και ο πεταλωτής δε χρειάζονται πια και έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Τα μικρά μπακάλικα σφάλισαν και τη θέση τους πήρε το καινούριο μίνι μάρκετ.

     Ο επισκέπτης που θα φτάσει τώρα στο χωριό θα φιλοξενηθεί στον πολυτελέστατο ξενώνα και θα γευματίσει στις ταβέρνες. Τίποτα δε θα δει πλέον απ` την παλιά εποχή ή σχεδόν τίποτα, αν δεν τύχει να επισκεφτεί το Λαογραφικό μουσείο του χωριού. Εκεί άνθρωποι με πολύ μεράκι για τη διατήρηση και την προβολή της μικρής αλλά ουσιαστικής ιστορίας του χωριού, έχουν εναποθέσει την ακριβή παρακαταθήκη που τους εμπιστεύτηκαν οι πρόγονοί τους.

     Στο όμορφο και καλοδομημένο πέτρινο κτίριο, που στεγάζει τα γραφεία του  Πολιτιστικού Μικρασιατικού Συλλόγου και το μουσείο, ο κάθε συγχωριανός θα διηγηθεί στο μουσαφίρη την ιστορία του τόπου του. Φωτογραφίες των αλησμόνητων πατρίδων και των πρώτων κατοίκων σε διάφορες δραστηριότητες της καθημερινής τους ζωής κοσμούν τους τοίχους. Αντικείμενα καθημερινής χρήσης, μέσα διασκέδασης, γεωργικά εργαλεία-απλά αλλά λειτουργικά- και προσωπικά αντικείμενα βρίσκονται εκεί για να μαρτυρούν μια άλλη, μια περασμένη εποχή.

     Τέλος ο επισκέπτης και ο νέος της τέταρτης και πέμπτης γενιάς θα περιπλανηθεί στο πέρασμα των χρόνων και θα αποκομίσει γνώσεις της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου του.  

 

 

(Οι παραπάνω σελίδες αποτελούν απόσπασμα από το βιβλίο «Η Περαία των αναμνήσεών μου» του Πολίτη Ντουμπάρατζη)